λογίς

λογίς
λογίς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λογίδες — λογίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογής — και λοής και, δ. τ., λογίς, λογιών (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν) είδος («τί λογής άνθρωπος είναι ο νέος συνάδελφος;») νεοελλ. 1. φρ. α) «λογής λογής» ή «λογιών λογιών» κάθε είδους, διαφόρων ειδών θ) «μιας λογής» με τον ίδιο τρόπο μσν. 1. εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՆ — I. (ի, ից.) NBH 1 431 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. λόγος, ῤῆμα verbo, oratio, sermo Խօսք. ասացուած. զրոյց կարգաւոր. շարք բառից բերանով բարբառեալ յայտնիչ իմաստից մտաց, կամ ʼի գիր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”